
"Φερε μου ένα κουτάλι απ' το συρτάρι όπως θάρχεσαι"
Κουτάλι : Φύγε από πάνω μου, με λέρωσες
Τανάλια : Δεν φταίω εγώ που με πετάξανε στο σκοτεινό συρτάρι σου
Κουτάλι : Παλιά ήταν τόσο τακτική,
μας φρόντιζε, μας γυάλιζε....τώρα έτσι μισότρελη που την κατάντησε αυτός, την έχασε την αίσθηση της τάξης,
τα πιό πολλά κουτάλια που ΄φυγαν απ΄το συρτάρι δεν ξαναγύρισαν ποτέ
Δικιά του ήσουν και συ;
Μήπως και σένα σε παράτησε σαν έπαψες να τον υπηρετείς;
Τανάλια : Δικιά του ήμουν.
Εγώ του άνοιγα τις κλειδαριές και τα λουκέτα,
καμιά φορά με πέταγε με δύναμη και με το στήθος μου έκανα θρύψαλα τις πιό μεγάλες τζαμαρίες
Δικιά του ήμουν
μέχρι χθές βράδυ
Κουτάλι : Μαντεύω –τέτοιος πού είναι-- πως τα πέταξε μαζί με σένα,
τα τόσα χρόνια που τον υπηρέτησες,
με μιά αδιάφορη χειρονομία στον κάδο των απορριμμάτων
ίσως γιατί τα σκουριασμένα χρόνια σου του λέρωναν τα χέρια,
τα ήδη τόσο λερωμένα, τι ειρωνεία!
Τανάλια : .............με ξύπνησε μες τα μεσάνυχτα και μ’ έβαλε όπως πάντα στην αριστερή του τσέπη,
μαζί τρυπώσαμε στο σπίτι της γωνίας απ΄ τ΄ ανοιχτό παράθυρο,
με κράταγε σφιχτά απ΄ το λαιμό μέσα στις χούφτες του,
ξάφνου, με σήκωσε ψηλά μεσ΄στο σκοτάδι
και με μανία με χτύπησε στο ζαρωμένο πρόσωπο ενός γέρου που κοιμότανε πάνω στα παλιοστρώματα με τις οικονομίες του......
..........μετά από αυτό και πριν προλάβω να συνέλθω από το σοκ,
γεμάτη αίματα με δύναμη με πέταξε απ’ το παράθυρο στον κήπο σας
Εκεί με βρήκε εκείνη και με περιμάζεψε,
την είχα δεί πολλές φορές από μακριά να τον κατασκοπεύει,
μ’ από κοντά με το μακρύ της, άσπρο, μεταξένιο νυχτικό,
μου φάνηκε σαν άγγελος
«ο άγγελος» σκέφτηκα «που έστειλε ο Θεός για ν’ απαλύνει της ψυχής τα τόσα κρίματά μου»
Κουτάλι : Και την κυρά μου έτσι την πέταξε κι αυτήν
γι΄ αυτό κι αυτή τις νύχτες μόλις η γειτονιά σωπάσει, τα μακριά της ντύνεται φορέματα, με την ελπίδα ένα του βλέμμα έστω
στις μεταξένιες τους πτυχές να αιχμαλωτίσει
Τανάλια : ....καθώς αφηρημένη στο συρτάρι σου με πέταξε,
είδα δυό τρία από τ’ αδέρφια σου -κατά πως φαίνεται-
να αργοπνίγονται στο λιγδιασμένο νεροχύτη της κουζίνας
Κουτάλι : ....ήμασταν δώδεκα ασημένια αδέρφια στην αρχή,
νομίζω πως τα περισσότερα τα πέταξε μαζί με τα αποφάγια αφηρημένη στα σκουπίδια
Τρέμω κάθε φορά που ανοίγει το συρτάρι...
κι αν με διαλέξει;
Τανάλια : Δεν θα σε δει όσο καταφέρνω πάνω στο σώμα σου να ισορροπώ
κι από την άλλη, εσύ τι λες;
δύο κρύα μέταλλα αν μείνουν ενωμένα μπορεί να ζεσταθούν
Κουτάλι : Τα μέταλλα είναι πάντα παγωμένα,
μόνο τα καμινέτα μπορούν να τα ζεστάνουν
και να τα λιώσουνε μπορούνε
αν λιώσω
θα πάψω να είμαι κουτάλι,
κι αν λιώσεις και συ μαζί μου
μπορούσε να ενωθούμε για πάντα,
τι λές;
τι θα λεγες να γίνουμε ένα όμορφο σκαλιστό κηροπήγιο;
Τανάλια : Ασήμι με ατσάλι;
Τι τύχη θα μπορούσε άραγε να ‘χει ένα κράμα αληθινά τόσο, μα τόσο αλλόκοτο; Κι αν εσύ λιώσεις πριν από μένα;
Εγώ τι θ’ απογίνω;
Κουτάλι : Θα μείνουμε μιά μάζα άμορφη,
ποιόν αφορά το σχήμα μας,
μαζί δε θα ΄μαστε;
Eσύ μια μολυβένια κηλίδα,
και εγώ οι ασημένιες ανταύγειες σου που θα λαμπυρίζουν στο πρωϊνό φως
Sourlouloudi